- κακοκοιτάζω
- 1. κοιτάζω με άσχημο τρόπο, κακοβλέπω κάποιον2. δεν μεριμνώ για κάποιον όπως πρέπει, παραμελώ κάποιον («κακοκοιτάζουν τον πατέρα τους»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοβλέπω — βλέπω κάτι ή κάποιον με κακές διαθέσεις, τον κακοκοιτάζω: Αυτός πάντα με κακοβλέπει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)